ΝΕΡΟΜΥΛΟΙ
Ιστορικη εξελιξη του νερόμυλου
Η ιστορία του νερόμυλου αρχίζει με την νερομηχανή, που αναφέρεται χωρίς λεπτομέρειες σε επιγραφές των Σουμερίων. Πιστεύεται ότι στην Ουρ χρησιμοποιήθηκαν τροχοί με φτερά από κεραμικές πλάκες για υδροδότηση και πιθανόν για άλεση σιταριού. Ο παλιότερος γνωστός νερόμυλος αναφέρεται ως «υδραλέτης» από τον Στράβωνα. Βρισκόταν κατά την παράδοση στα Κάβειρα, στο παλάτι του Μιθριδάτη ΣΤ΄ του Ευπάτορα, βασιλιά του Πόντου, όπου το 64 π.Χ. τον είδαν οι Ρωμαίοι κατακτητές. Ο Βιτρούβιος στο έργο του περί αρχιτεκτονικής τον περιγράφει, ενώ ο Πλίνιος τον αναφέρει ως νέα μηχανή. Οι Ρωμαίοι έδειξαν μια αμφιλεγόμενη στάση προς τη μηχανική και ειδικότερα τις μηχανικές επιστήμες που δεν ήταν δεκτές σαν σοβαρά αντικείμενα απλά γιατι δεν είχαν απαιτήσεις να χρησιμοποιήσουν επινοήσεις που περιορίζουν το μόχθο του ανθρώπου. Πράγματι ενθάρρυναν τη χρησιμοποίηση σκληρής και επίπονης δουλειάς για να κρατήσουν απασχολημένη τη μεγάλη τους «λίμνη των δούλων». Έτσι στην εποχή του Διοκλητιανού (284–303 μ.Χ.) το σιτάρι το αλέθουν με χειρόμυλους ή στην καλύτερη περίπτωση με μύλους που τους κινούσαν βόδια. Ο ανεμόμυλος ακόμη δεν είχε εφευρεθεί και οι νερόμυλοι θεωρούνταν επιστημονικό αξιοπερίεργο. Αν και ο νερόμυλος αποτελεί αναντίρρητα εφεύρεση του αρχαίου κόσμου δεν είχε σημαντική χρήση στο μεσαίωνα. Αυτό εξηγείται από το γεγονός ότι ο νερόμυλος δεν ήταν από την αρχή η τέλεια μηχανή δουλειάς. Η χρήση του παρεμποδίζονταν για μακρά περίοδο, όχι όμως από έλλειψη ενδιαφέροντος στη μηχανολογική και τεχνολογική πρόοδο, αλλά από σοβαρά μειονεκτήματα στην κατασκευή του. Τον 6ο μ.Χ. αι. κατασκευάστηκαν από τον Βελισάριο μύλοι πάνω σε πλοία που δούλευαν με τη ροή του ποταμού Τίβερη κατά την πολιορκία της Ρώμης από τους Γότθους, ενώ αργότερα στη ΒΔ Ευρώπη, αλλά και το νησί του Μουράνο στη Βενετία χρησιμοποιήθηκε η κίνηση της παλίρροιας καθώς το νερό ανεβαίνει ή κατεβαίνει. Στη Χαλκίδα αναφέρεται επίσης από τους περιηγητές η λειτουργία νερόμυλων με την κίνηση της παλίρροιας. Οι αιώνες περνούν. Πολύ νερό κύλησε στα μυλαύλακα από τότε. Δεν υπάρχει χωριό στην Ευρώπη από τον Ατλαντικό μέχρι τα Ουράλια που να μην έχει τον μυλωνά του .Ο νερόμυλος αποτελεί σταθμό της Ιστορίας της Τεχνολογίας γιατί είναι η πρώτη μηχανή που κινήθηκε με τη βοήθεια φυσικής πηγής ενέργειας, το νερό, αντικαθιστώντας τον άνθρωπο ή τα ζώα που κινούσαν ως τότε τους μύλους.
Νερόμυλοι στον ελληνικό χώρο
Οι νερόμυλοι λειτούργησαν από πολύ νωρίς στην Ελλάδα. Ένας από τους αρχαιότερους γνωστούς νερόμυλους της Ευρώπης είναι της αρχαίας Αγοράς στην Αθήνα, που δούλευε από το 450–580 μ.Χ Βυζαντινός θεωρείται και ο νερόμυλος της Βόλβης. Στην Κρήτη ήταν γνωστοί οι νερόμυλοι κατά τη β΄ Βυζαντινή περίοδο. Στο Αρμυρό Ηρακλείου αναφέρονται το 1415 πολλοί νερόμυλοι, που ανήκαν στο βενετικό δημόσιο. Οι νερόμυλοι αναφέρονται σε πολλά χρυσόβουλα και αυτοκρατορικές γραφές. Αναφέρονται ακόμη και τα μυλαύλακα (αγωγοί, δρόμοι ύδατος), οι πωλήσεις μύλων και οι συχνές προστριβές με τους παρακείμενους ιδιοκτήτες κατά την παροχέτευση από «τον δρόμον του ύδατος» του νερού προς το μύλο. Η χρησιμοποίηση του νερόμυλου οδήγησε στο διαχωρισμό του επαγγέλματος του μυλωνά από το επάγγελμα του φούρναρη, γιατί ήταν ανάγκη ο μύλος να χτιστεί σε κάποια απόσταση από την πόλη και το φούρνο του για να έχει κινητήρια δύναμη, δηλαδή κοντά σε κάποιο ρέμα ή ποτάμια με πλούσια νερά. Οι κάτοικοι του βυζαντινού χωριού εκτός από τα ζώα και τα γεωργικά τους εργαλεία είχαν νερόμυλους και μύλους, στους οποίους χρησιμοποιούσαν ζώα για κινητήρια δύναμη. Κατά την τουρκοκρατία υπήρχε και ειδικός φόρος για τους νερόμυλους, που καταβάλλονταν σε είδος και σε χρήμα. Οι ελληνικοί νερόμυλοι συνήθως λειτουργούσαν με ένα ζευγάρι μυλόπετρες (με ένα μάτι, μονόφθαλμοι), ενώ σπανιότερα, όπου υπήρχε νερό με μεγάλη δύναμη, με δυο (με δυο μάτια, διόφθαλμοι) ή και με περισσότερα ζευγάρια μυλόπετρες. Για το λόγο αυτό αιώνιοι αντίζηλοι των αγροτών για το νερό ήταν οι μυλωνάδες. Στον ανταγωνισμό τους οι αγρότες ήταν εκείνοι που τις περισσότερες φορές αναγκάζονταν να υποχωρήσουν και να χρησιμοποιήσουν τα νερά ελάχιστες μέρες της εβδομάδας και συχνά το βράδυ, ώστε να μην εμποδίζεται η σωστή λειτουργία των μύλων. Όπου υπήρχαν εξίσου οι προϋποθέσεις να λειτουργήσει νερόμυλος και ανεμόμυλος προτιμούσαν πάντοτε τον πρώτο γιατί, εκτός των άλλων, υπήρχε η πεποίθηση ότι ο νερόμυλος κάνει καλύτερο αλεύρι.
Ο αριθμός των νερόμυλων από τους οποίους σώζονται ίχνη ξεπερνά τις 20.000 στην Ελλάδα. Μετά την επανάσταση του 1821 στα όρια του τότε ελληνικού κράτους βρέθηκαν 6.000 νερόμυλοι, από τους οποίους 5.500 περιήλθαν στο δημόσιο, κατά τα ¾ καταστραμμένοι. Στην ηπειρωτική Ελλάδα και στα νησιά, όπου υπήρχε νερό, κτίστηκαν χιλιάδες. Χρησιμοποιήθηκαν κατά κύριο λόγο για το άλεσμα των δημητριακών και λιγότερο ως ταμπακόμυλοι (βυρσοδεψεία), ως μπαρουτόμυλοι ή για το άλεσμα οικοδομικών υλικών. Συχνά το κτίσιμο ενός νερόμυλου συνοδευόταν και από το κτίσιμο της κατοικίας του μυλωνά, με αποτέλεσμα να δημιουργηθούν, σε αρκετές περιοχές, μυλοχώρια, όπου το κάθε σπίτι είχε και το νερόμυλό του. Πολυάριθμοι υδραυλικοί τροχοί, νερόμυλοι, υδροτριβεία, κλωστοϋφαντουργεία και άλλοι μηχανισμοί υδροκίνησης, συνεχίζουν ακόμη και σήμερα να χρησιμοποιούν τη δύναμη του νερού, συμβάλλοντας σημαντικά στην πρόοδο της τοπικής οικονομίας πολλών περιοχών και μάλιστα με τρόπο απόλυτα φιλικό προς το περιβάλλον. Οι νερόμυλοι ήταν ιδιόκτητοι ή μοναστηριακοί, που νοικιάζονταν σε επαγγελματίες μυλωνάδες. Το μίσθωμα πληρωνόταν με ποσοστό επί των εισπράξεων ή σε είδος (αλεύρι ή δημητριακά). Όταν όμως ο μύλος ήταν ιδιοκτησία μοναστηριού, το άλεσμα του σταριού της μονής γινόταν χωρίς να κρατά ο μυλωνάς την αμοιβή του. Το μίσθωμα πληρωνόταν με ποσοστό επί των εισπράξεων ή σε είδος (αλεύρι ή δημητριακά). Η αμοιβή των μυλωνάδων (αλεστικό ή αξάι) ήταν επίσης σε είδος και μόνο τα τελευταία χρόνια της λειτουργίας τους ήταν σε χρήματα. . Η αλεστική ικανότητα ενός μύλου έφτανε περίπου τις 100 οκάδες/ώρα και, με το 12ωρο που δούλευαν, η ημερήσια παραγωγή έφτανε τις 1.200 οκάδες. Οι μύλοι συνήθως εξυπηρετούσαν τις τοπικές ανάγκες και άλεθαν κυρίως κριθάρι και σμιγάδι (μείγμα από σιτάρι-κριθάρι) και σπανιότερα καλαμπόκι, σιτάρι και ζωοτροφές. Μεχρι το πρωτο μισό του 20ου αι. οι ανάγκες του αγροτικου κυρίως πληθυσμου στο βασικότερο είδος του διατροφης, το αλευρι, καλυπτόταν από το παραδοσιακό δίκτυο ανεμόμυλων και νερόμυλων. Οι πρωτοι ατμόμυλοι που λειτουργησαν κατά τη δεκαετία του 1860 στα μεγαλυτερα αστικά κεντρα τηε εποχης, ελάχιστοι σε αριθμό, τριπλασιάστηκαν σχεδόν στην επόμενη δεκαετία και εξαπλωθηκαν σε περισσότερες πόλεις. Αυτό εγινε, επειδη σε ορισμενα κεντρα ο αστικός πληθυσμός ξεπερασε το όριο, το οποίο μπορουσε να καλυφθεί από τα παραδοσιακά μεσα επεξεργασίας των δημητριακων. Από εδω και περα η παρακμη των νερόμυλων, όσοι τουλάχιστον βρίσκονταν κοντά σε αναπτυσσόμενα αστικά κεντρα, ηταν αναπόφευκτη. Περιπτωσεις κατά τις οποίες νερόμυλοι εξελίσσονται σε εργοστάσια είναι ελάχιστες. Ο νερόμυλος μπαίνει οριστικά στο περιθωριο μετά τον Β παγκόσμιο πόλεμο, όταν η επεκταση του οδικου δικτυου έφερε πιο κοντά τα αστικά κεντρα, όπου εγκαταστάκηκαν αλευρόμυλοι, στα απομακρυσμενα χωριά των ορεινων περιοχων. Οι περισσότεροι νερόμυλοι εγκαταλείφθκαν απ' τη δεκαετία του 1950. Το υδάτινο περιβάλλον και η ανθρωπινη επεμβαση ή αδιαφορία γρηγορα τους εξαφανίζουν. Επειδη, όμως, ο ρόλος τους πριν τη χρηση του ατμου και του πετρελαίου στις προβιομηχανικες κοινωνίες, καθως και οι τεχνολογικες λεπτομερειες είναι σημαντικά στοιχεία για την ιστορία και τις ποικίλες πολιτιστικες εκφράσεις των τοπικων κοινωνιων, οφείλουν η πολιτεία και οι πολίτες να τους διασωσουν.
Tο επάγγελμα του μυλωνά
Ο νερόμυλος είχε συνδεθεί άμεσα με την κοινωνική ζωή κάθε περιοχής, αφού ήταν ο τόπος όπου συγκεντρώνονταν μεγάλος αριθμός ανθρώπων. Συνήθως οι μυλωνάδες ζούσαν μέσα στους μύλους που τους ανήκαν και επικοινωνούσαν όχι μόνο με τους συγχωριανούς τους αλλά και με κατοίκους κοντινών χωριών. Έτσι η κάθε μέρα από τη ζωή τους, περνούσε μέσα στη φασαρία από τους ανθρώπους, τα ζώα και το μύλο. Οι μυλωνάδες αν και φτωχοί, τις περισσότερες φορές έκαναν τραπέζι σε περαστικούς και πελάτες. Το χειμώνα κυρίως ο κρυωμένος κυνηγός και ο διαβάτης θα έβρισκαν φωτιά, ψωμί, ξαποστασιά και λίγη κουβέντα. Οι μυλωνάδες δούλευαν απ' το πρωί ως το βράδυ και για να ζήσουν κρατούσαν από κάθε φορτίο ένα μέρος, ανάλογα με το βάρος του. Αυτό λεγόταν « ξαγάρι» ή «ξάι». Οι μυλωνάδες ήταν άνθρωποι θρησκευόμενοι. Στο δωμάτιό τους είχαν πάντα ένα καντήλι, ενώ οι ίδιοι νήστευαν τις ημέρες της Τετάρτης και της Παρασκευής καθώς επίσης τις μεγάλες σαρακοστές και νηστείες των γιορτών. Για τη γιορτή της Υπαπαντής χαρακτηριστικά έλεγαν «όταν κι οι μύλοι αργούν κι οι γάιδαροι σκόλην έχουν» Οι πελάτες των νερόμυλων πίστευαν πως οι μυλωνάδες ήταν κλέφτες και υποπτεύονταν πως κρατούσαν περισσότερο αλεστικό δικαίωμα από το κανονικό. Από κει βγήκε και η λαϊκή παροιμία «θεωρία επισκόπου και καρδιά μυλωνά». Το ότι στην απληστία τους δεν υπήρχαν όρια φαίνεται και από την εξής παράδοση. Λέγεται πως οι μυλωνάδες φορούσαν πουκάμισα με μακριά και φαρδιά μανίκια. Και όταν έβαζαν στο σακί το κουβέλι για να πάρουν το δικαίωμά τους (ξαι) το έχωναν τόσο βαθιά, ώστε με κατάλληλο τρόπο να μπει αλεύρι και στο φαρδομάνικο, για να ωφεληθούν περισσότερο. Οι μυλωνάδες ήταν συνδεδεμένοι με την καθημερινή και κοινωνική ζωή του χωριού τους. Πολλές παροιμίες, ήθη και έθιμα και διάφορες ιστορίες έχουν γραφτεί γύρω από τους μύλους και τους μυλωνάδες. Τέλος οι μυλωνάδες με τον καιρό εξαφανίστηκαν. Η ζωή τους έχει μείνει σήμερα μόνο στις αναμνήσεις και στις διηγήσεις καθώς ελάχιστοι έχουν απομείνει στον ελληνικό χώρο. Οι πλεονέχτες, αχόρταγοι μα πάντα καλόκαρδοι και φιλόξενοι μυλωνάδες, δεν υπάρχουν πια, αλλά εμείς θα θυμόμαστε πάντα τη ζωή τους. Ο Μύλος ήταν συνήθως και σπίτι του μυλωνά και αποτελούσε οικογενειακή επιχείρηση. Σε μια γωνιά στο εσωτερικό του περίμεναν οι πελάτες. Εκεί γίνονταν όλες οι συναλλαγές, παράδοση, παραλαβή αλευριού, ζύγισμα και αποθήκευση. Ο μυλωνάς παρελάμβανε το σιτάρι από τους πελάτες, το ζύγιαζε και κρατούσε ένα μέρος του για την αμοιβή του ανάλογα με το τη συμφωνήθηκε. Αυτό το αλεστικό δικαίωμα λεγόταν αξάι καθοριζόταν στο 3% έως 10% χωρίς να υπολογίζεται η φύρα, αιτία συχνών διενέξεων μεταξύ πελάτη και μυλωνά. Από το σιτάρι ο Μυλωνάς κάλυπτε της ανάγκες του.
ΠΑΛΑΙΟΣ ΝΕΡΟΜΥΛΟΣ ΜΥΡΤΙΑΣ ΘΕΡΜΟΥ ΑΙΤΩΛΟΑΚΑΡΝΑΝΙΑΣ
ΑΚΟΛΟΥΘΕΙ Ο ΜΥΛΟΣ ΤΗΣ ΚΑΣΣΑΝΔΡΑΣ Ο ΠΙΟ ΓΝΩΣΤΟΣ ΝΕΡΟΜΥΛΟΣ ΤΗΣ ΕΥΡΥΤΕΡΗΣ ΠΕΡΙΟΧΗΣ ΤΟΥ ΘΕΡΜΟΥ ΑΙΤΩΛΟΑΚΑΡΝΑΝΙΑΣ ΠΟΥ ΤΕΛΕΙ ΥΠΟ ΑΝΑΚΑΤΑΣΚΕΥΗ
ΑΚΟΛΟΥΘΕΙ ΑΛΛΟΣ ΕΝΑΣ ΝΕΡΟΜΥΛΟΣ ΠΟΥ ΛΕΙΤΟΥΡΓΕΙ ΛΙΓΟ ΕΞΩ ΑΠΟ ΤΟ ΘΕΡΜΟ ΣΤΟΝ ΔΡΟΜΟ ΠΡΟΣ ΠΕΤΡΟΧΩΡΙ ΚΑΙ ΠΡΙΝ ΣΤΡΙΨΟΥΜΕ ΠΡΟΣ ΠΡΙΟΝΑΙΙΚΑ
Ο νερόμυλος του Κατσαπρόκου ή Μαυρογένη βρίσκεται σε μια ειδυλλιακή τοποθεσία 2 μόλις χιλιόμετρα από την πόλη της Κυπαρισσίας, πάνω στον επαρχιακό δρόμο που οδηγεί στα χωριά της ορεινής Τριφυλίας. Ο Παλιός Νερόμυλος αναστηλώθηκε με αγάπη, μεράκι και απόλυτο σεβασμό στην ιστορία του και την παραδοσιακή αρχιτεκτονική του. Ο μύλος, που λειτουργούσε πριν το 1850,έχει κηρυχθεί διατηρητέο μνημείο της προβιομηχανικής περιόδου από το Κεντρικό Συμβούλιο Νεότερων Μνημείων το 2012 και είναι έργο ιδιωτικής πρωτοβουλίας. Η διαφύλαξη της αρχιτεκτονικής μας κληρονομιάς είναι φιλοσοφία ζωής για τους ιδιοκτήτες του Παλιού Νερόμυλου, την οικογένεια Νίκου Ιμιρζιάδη. Η αναστήλωση δεν είναι μόνο κτηριακή, ο παλιός μηχανισμός συντηρήθηκε και λειτουργεί και με τη βοήθεια υπόγειας δεξαμενής νερού ο νερόμυλος αλέθει πάλι σιτάρια από ντόπιους καλλιεργητές. Το νερό ξανακυλά στην παλιά διαδρομή του και αφού ολοκληρώσει το έργο του, ανακυκλώνεται !! Ο νερόμυλος λειτουργεί και σαν ένα μικρό μουσείο. Όλος ο εξοπλισμός και τα εργαλεία του που συντηρήθηκαν όπως επίσης και πολλά παλιά αντικείμενα,έγγραφα και ενθύμια εκθέτονται στους τρεις χώρους του. Μνημείο της φύσης είναι και το κτήμα του μύλου, αγνό και παρθένο έδαφος που ποτέ δεν έχει καλλιεργηθεί, γεμάτο ξινά και μυριστικά, λιακωτά και σκιερές αυλές, το μικρό ποταμάκι με τα πλατάνια και με μια πανέμορφη φύση γύρω του. Ο νερόμυλος αλέθει κάθε ημέρα, με τη χρήση του νερού, με τον παλιό μηχανισμό και τον εξοπλισμό που συντηρήθηκαν. Στον Παλιό Νερόμυλο λειτουργεί επίσης παραδοσιακό καφενείο και μαγαζάκι με παραδοσιακά τοπικά προϊόντα.